- ἐπενδύοντο
- ἐπενδύνωput on overimperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επενδύω — (AM ἐπενδύω) νεοελλ. 1. στρώνω, καλύπτω την εσωτερική ή την εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό 2. καλύπτω με φύλλο ξύλου ή μετάλλου, καπλαντίζω μσν. μέσ. ἐνδύομαι 1. είμαι περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ… … Dictionary of Greek